-
1 ἰαίνω
A- εσκον Q.S.7.340
: [tense] aor.ἴηνα Od.8.426
, [dialect] Dor.ἴᾱνα Pi.O.7.43
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἰάνθην Il.23.598
, etc. [[pron. full] ῐ, exc. in augm. tenses, in Hom.; but at the beginning of a verse [pron. full] ῑ without augm., Od.22.59: [pron. full] ῑ freq. in later Poets, AP12.95 (Mel.), Q.S. l.c., 4.402, 10.327, Orph.L. 268, etc.]:— heat,ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε Od. 8.426
:—[voice] Pass.,ἰαίνετο δ' ὕδωρ 10.359
.3 more freq. (cf. Plu.2.947d) warm, cheer,κραδίην καὶ θυμὸν ἰαίνειν h.Cer. 435
;θυμὸν ἰαίνειν τινί Od.15.379
, Pi.O. l.c., cf. Theoc.7.29;καρδίαν Alcm.36
, Pi.P.1.11; νόον ib.2.90:—more freq. in [voice] Pass.,ἵνα.. σὺ φρεσὶ σῇσιν ἰανθῇς Il.19.174
;θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἰάνθη Od.4.549
;εἰς ὅ κε σὸν κῆρ ἰανθῇ 22.59
;ἦτορ ἰανθέν Anacreont.48.2
: c. dat.,σοὶ.. μετὰ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη Il.23.600
, cf. 24.321, etc.;θυμὸν ἰάνθης Od.23.47
;χοροῖσι φρένα ἰανθείς B.16.131
; μέτωπον ἰάνθη her brow unfolded, Il.15.103: c. dat. rei, take delight in,σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα Od.19.537
; ;καρδίην ἰαίνεται Archil. 36
;ἰανθεὶς ἀοιδαῖς Pi.O.2.13
; cf. εὐφροσύνη: laterἰαίνειν τινά τινι Man.3.184
.II later,= ἰάομαι, heal, save,τινὰ ὀδυνάων Q.S.10.327
;ὑπὲκ κακοῦ ἰαίνονται Id.4.402
.—[dialect] Ep. and Lyr. word; Trag. only Phryn.Trag.1, ἰαίνεται· χολοῦται, πικραίνεται, παρὰ τὸν ἰόν (cf. Hsch.). -
2 ἰαίνω
ἰαίνω (verwandt ἰάομαι), erwärmen, erhitzen; ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, ϑέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; pass., πῦρ ἀνέκαιε πολλὸν ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ, ἰαίνετο δ' ὕδωρ Od. 10, 359; durch Wärme weich machen, schmelzen, αἶψα δ' ἰαίνετο κηρός Od. 12, 175; vgl. Ap. Rh. 2, 739, wo der Schol. τήκεται καὶ λύεται erkl. – Uebertr., wie Plut. de prim. frigid. 6 κρατοῦν τοῦ ψυχροῦ τὸ ϑερμὸν διάχυσιν παρέχει καὶ ἀλέαν τῷ σώματι μεϑ' ἡδονῆς, ὅπερ Ὅμηρος ἰαίνεσϑαι κέκληκεν. Hom. μάλα πού σφισι ϑυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται Od. 6, 156, an ἰάομαι erinnernd, durch Freude wird das Herz erquickt; οἱ δὲ ἰδόντες γήϑησαν καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ ϑυμὸς ἰάνϑη u. dgl., Il. 24, 321. 19, 174 Od. 4, 549, wo die Alten immer geradezu εὐφραίνεσϑαι erklären; μέτωπον ἰάνϑη, die Stirn erheiterte sich, Il. 15, 103; auch act., δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε ϑυμὸν ἰήνῃ, welche das Herz erfreuen, ihm wohlthun, od. es zum Mitleid stimmen, Il. 24, 119; c. dat., καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰςορόωσα, an ihnen, Od. 19, 537. Aehnl. Pind. καρδίαν, νόον, ϑυμὸν ἰαίνειν, P. 1, 12. 2, 90 Ol. 7, 43; ἰανϑεὶς ἀοιδαῖς ibd. 2, 15; καρδίην ἰαίνεται Archil. frg. 25; ἰαίνει καρδίαν Alcm. bei Ath. XIII, 600 f; sp. D., ἦτορ ἰανϑέν Anacr. 48, 2; Theocr. 7, 29; Man. 3, 184. Auch Polyaen. 1, 1, οἴνῳ τοὺς πολεμίους ἰαίνων. [ῑ hat Hom. Od. 10, 359, wo das augm. tempor. anzunehmen, aber auch ohne dieses im Anfange des Verses 22, 59, wie Qu. Sm. 10, 327, der εἰςόκε σ' ἰήνειεν ἀνιαρῶν ὀδυνάων = ἰάομαι vrbdt, u. ὑπὲκ κακοῦ ἰαίνονται 4, 402.]
-
3 καρδία
A , al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr. 881, Th. 781, E.Med.99, Hipp. 1274); [dialect] Aeol. [full] κάρζα EM407.21 (but [full] καρδία Sapph.2.6); Cypr. [full] κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):— heart, ; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp. 215e, cf. Ar.Nu. 1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger,οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646
;τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18
, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage,κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225
; [ σφηκῶν]κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266
;ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547
, etc.;ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch. 166
;θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88
; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R. 492c; of sorrow or joy,ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489
;κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548
;ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171
, cf. 10.10, B.10.85, etc.;καρδίην ἰαίνεται Archil.36
; κελαινόχρως.. πάλλεταί μου κ. A.Supp. 785;ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or. 466
; of love, Sapph.l.c., etc.;ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86
; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA 475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to.., LXXJd.19.3.2 inclination, desire, purpose,ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220
; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib. 244;καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant. 1105
.3 mind,ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441
;κραδίη πόρφυρε Od.4.572
; ;εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11
, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38.III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6;ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245
, cf. PMag. Leid.V.13.24;λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий